- χωσία
- χωσιά η засада, западня, ловушка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χωσία — χωσία, η και χωσιά, η ενέδρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χωσιά — η / χωσία, ΝΜ ενέδρα, καρτέρι μσν. συνεκδ. αυτοί που στήνουν καρτέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. χῶσις κατά τα θηλ. σε ιά] … Dictionary of Greek
χωσάριοι — οι, ΝΜ (στο Βυζ.) τμήμα ελαφρού ιππικού τού βυζαντινού στρατού, που εισχωρούσε κρυφά στην εχθρική περιοχή προκειμένου να συγκεντρώσει διάφορες πληροφορίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < χωσία + κατάλ. άριος (πρβλ. λεγεων άριοι)] … Dictionary of Greek
χωσαίνουμαι — Ν [χωσιά] (διαλ. τ.) στήνω ενέδρα … Dictionary of Greek
χωσιάζω — Μ [χωσιά] (κυρίως η μτχ. παθ. παρακμ.) χωσιασμένος, η, ο αυτός που στήνει καρτέρι, που ενεδρεύει … Dictionary of Greek